ινδοϊρανικές γλώσσες

ινδοϊρανικές γλώσσες
Η γλωσσική ομάδα στην οποία ανήκουν η αρχαία ινδική (βεδική και κλασική σανσκριτική) και η αρχαία ιρανική (γλώσσα των επιγραφών των Αχαιμενιδών, αβεστική). Οι δύο γλώσσες, που παρουσιάζουν στενή συγγένεια, δεν διαφέρουν η μία από την άλλη περισσότερο απ’ όσο διαφέρει, για παράδειγμα, η άνω γερμανική από την κάτω γερμανική. Αυτή η γλωσσική ομάδα έχει θεμελιώδη σημασία για τους γλωσσολόγους· είναι η μόνη από τις ινδοευρωπαϊκές διαλέκτους που έχει διατηρήσει ακέραιο το αρχικό πτωτικό σύστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • ινδοϊρανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία και στο Ιράν ή στους Ινδούς και στους Ιρανούς ταυτόχρονα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ινδοάριες και ιρανικές γλώσσες ταυτόχρονα («ινδοϊρανικές γλώσσες» κλάδος τής ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής… …   Dictionary of Greek

  • αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… …   Dictionary of Greek

  • τσιγγάνικος — η, ο, και τσιγκανικός, ή, ό, Ν [Τσιγγάνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσιγγάνους (α. «τσιγγάνικο βιολί» β. «τσιγγάνικα έθιμα») 2. φρ. «τσιγγάνικη γλώσσα γλώσσα συνδεδεμένη με τις βόρειες ινδοϊρανικές γλώσσες, που ομιλείται και στις… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”